Top
«Μάντζαρος + 1» στο Μέγαρο Μουσικής με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

Ένα πρόσωπο και ταυτόχρονα μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύουν μέσα από τη συναυλία «Μάντζαρος + 1», της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής στις 25 Φεβρουαρίου. Το πολύπλευρο και πολυεπίπεδο έργο του συνθέτη του Εθνικού μας Ύμνου, Νικόλαου Μάντζαρου περιγράφει ανάγλυφα τις αστικές αναζητήσεις και τις κυρίαρχες επιρροές στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, αποκαλύπτοντας έναν συνθέτη καλλιεργημένο, παραγωγικό, τολμηρό και διερευνητικό.

Το πλούσιο πρόγραμμα ξεκινά με τις κομβικές Συμφωνίες αρ.1 “Di genere orientale” και αρ.2. Συνεχίζει με χαρακτηριστικές άριες που ερμηνεύουν οι διακεκριμένοι Ρόζα Πουλημένου και Παναγιώτης Πράτσος. Η συναυλία – υπό τον βαθύ γνώστη του είδους-  Σπύρο Προσωπάρη, ολοκληρώνεται με το ευφάνταστο ”The Chairman Dances” του μινιμαλιστή Τζον Άνταμς.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΛΙΚΙΟΠΟΥΛΟΣ-ΜΑΝΤΖΑΡΟΣ (1795-1872)

Sinfonia no. 1 “Di genere orientale”

Sinfonia no. 2

Sinfonia, ενορχήστρωση Σ. Προσωπάρηhttps://e7814d4fd655f0f56cde2210c4699f63.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-38/html/container.html

”Ulissi egli Ellissi”, εισαγωγή

Romanza για τρομπέτα και πιάνο, ενορχήστρωση Σ. Προσωπάρη

”Don Crepuscolo”, Δύο άριες για βαρύτονο και ορχήστρα: ”Figli del amor mio”, ”Numi d’ antichità”

”Come augellin che canta”, άρια για υψίφωνο και ορχήστρα
”Aurora”, άρια για υψίφωνο και ορχήστρα

ΤΖΟΝ ΑΝΤΑΜΣ (γεν. 1947)

The Chairman dances

Το σχόλιο της Ρόζας Πουλημένου

«Οι δύο καντάτες του Μάντζαρου, τις οποίες θα ερμηνεύσω, ενέχουν δυσκολίες ανάλογες με τα έργα των συνθετών του 19ου αιώνα, όπως επί παραδείγματι του Ροσσίνι και εν γένει τα της εποχής του μπελκάντο. Σε αυτά, συναντάς άριες με μεγάλες φράσεις, αλλά και άλλες με γρήγορα περάσματα. Χρειάζεται, επομένως, σωστός χειρισμός της αναπνοής και άρτια τεχνική προκειμένου να αποδοθεί η γραμμή και το ύφος κάθε μέρους του έργου.

Πέραν από τις όποιες τεχνικές προκλήσεις έχουν οι δύο καντάτες, νιώθω μεγάλη ικανοποίηση για το γεγονός ότι καλούμαι να ερμηνεύσω έργα του «πατέρα» της νεοελληνικής μουσικής Νικόλαου  Χ. Μάντζαρου. Είναι εξαιρετικής σημασίας για τα ελληνικά μουσικά πράγματα ότι μία ορχήστρα, όπως η ΚΟΑ, προβάλει το έργο του συγκεκριμένου εμβληματικού Κερκυραίου μουσουργού, με διευθυντή -εν προκειμένω- έναν σημαντικό νέο, επίσης, Κερκυραίο διευθυντή ορχήστρας, τον Σπύρο Προσωπάρη.»

Το σχόλιο του Παναγιώτη Πράτσου

«Ζώντας και δουλεύοντας στο εξωτερικό με μόνιμη μουσική στέγη την Κρατική Όπερα της Βιέννης έχω τη χαρά να έχω συνεργαστεί με σημαντικές ορχήστρες και μαέστρους. Η συναυλία αυτή, όμως, αποτελεί για εμένα μία ιδιαίτερα σημαντική στιγμή στην καριέρα μου καθώς πρόκειται για την πρώτη μου σύμπραξη με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και το ντεμπόυτο μου στο Μέγαρο Μουσικής. Όντας γεννημένος στην Αθήνα και με καταγωγή από την Κέρκυρα αποτελεί μεγάλη χαρά και ιδιαίτερη τιμή για μένα η σύμπραξη με την κορυφαία ορχήστρα της Ελλάδας και τους διακεκριμένους ερμηνευτές Ρόζα Πουλημένου, Γιάννη Καραμπέτσο και φυσικά τον εξαίρετο μαέστρο Σπύρο Προσωπάρη.»

Το σχόλιο του Σπύρου Προσωπάρη

«Στη συναυλία οκτώ από τα εννέα έργα θα ακουστούν για πρώτη φορά από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Αυτό αποτελεί ήδη μια πρόκληση και πιστεύω πως θα έχει ενδιαφέρον και για τους μουσικούς. Επίσης, θα συνυπάρξουν δύο διαφορετικές εποχές, δηλαδή αυτή των αρχών του 19ου αιώνα με τη μουσική του Κερκυραίου Νικόλαου Χαλικιόπουλου-Μάντζαρου και η σύγχρονη (1985) μέσα από το ευφάνταστο και απαιτητικό συμφωνικό έργο του Αμερικανού Τζον Άνταμς. Μια ”ενδιαφέρουσα αντίστιξη” στη συναυλία αλλά και στο διαφορετικό ύφος, τα ηχοχρώματα και φυσικά στο μέγεθος της ορχήστρας. Πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να τα παντρέψουμε με επιτυχία!

Πρόκειται για μια συναυλία που αποπνέει ‘’Κέρκυρα’’ αφού είναι αφιερωμένη στο γενάρχη συνθέτη της έντεχνης νεοελληνικής εποχής και σημαντικό παιδαγωγό Νικόλαο Χαλικιόπουλο-Μάντζαρο με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από το θάνατό του (1872).»

Για την ιστορία…

«Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (1795-1872) έχει εξασφαλίσει μια θέση στην κοινή νεοελληνική αντίληψη αφενός ως ο συνθέτης του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας και αφετέρου εξαιτίας της συνεργασίας του με τον Διονύσιο Σολωμό (1798-1857). Ελάχιστα είναι γνωστή, όμως, η δραστηριότητα του μουσουργού πέρα και πριν από τη σύνδεσή του με τον μεγάλο Ζακύνθιο ποιητή. Ο Μάντζαρος ως γόνος αριστοκρατικής κερκυραϊκής οικογένειας έλαβε μεταξύ 1807 και 1813 επιμελημένη θεωρητική και πρακτική μουσική παιδεία από τους πλέον καταρτισμένους μουσικοδιδασκάλους της Κέρκυρας των αρχών του 19ου αιώνα [ανάμεσα σε αυτούς και ο Στέφανος Πογιάγος (1768-1826), συνθέτης της όπερας Gli amanti confusi ossia Il bruto fortunato (Κέρκυρα, 1791)].

Το 1815 παρουσίασε για πρώτη φορά δημόσια σύντομες συνθέσεις του στο πλαίσιο ευεργετικών βραδιών Ιταλών τραγουδιστών του κερκυραϊκού θεάτρου San Giacomo. Η πρακτική αυτή ήταν τότε ο συνήθης τρόπος της παρθενικής παρουσίασης νεαρών μουσουργών στο ευρύ κοινό. Τα παραπάνω έργα, τα πρωιμότερα του είδους τους στη μουσική παραγωγή του ελληνισμού των νεώτερων χρόνων, έδωσαν στον Μάντζαρο το έναυσμα για τη δημιουργία και άλλων παρόμοιων συνθέσεων τα επόμενα χρόνια. H τελευταία από αυτές, η Aria Greca, παρουσιάστηκε το 1827 και αποτελεί την παλαιότερη γνωστή άρια με συνοδεία ορχήστρας σε ελληνική δημοτική γλώσσα.

Παράλληλα, ήδη στα 1820 ο Κερκυραίος μουσουργός είχε κάνει δυναμικά αισθητή την παρουσία του και στη σύνθεση φωνητικής μουσικής με συνοδεία πληκτροφόρου, καθώς και πιανιστικών έργων, δημιουργώντας επίσης τα πρωτόλεια έργα της αντίστοιχης νεοελληνικής μουσικής παραγωγής. Στην ίδια περίοδο θα πρέπει να τοποθετηθούν και τα πρώτα έργα του για φωνή και πιάνο σε ελληνική γλώσσα, στα οποία χρησιμοποίησε τις στιχουργικές δημιουργίες του Κερκυραίου ποιητή Αντωνίου Βραχλιώτη (1788-1848). Παρά ταύτα, από το 1819 μέχρι το 1826 ο Μάντζαρος επισκεπτόταν τακτικά την Ιταλία για διεύρυνση των γνώσεων και των εμπειριών του, και συνδέθηκε ιδιαίτερα με το περιβάλλον του Κονσερβατορίου της Νεάπολης.

Ο Σολωμός εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα τις τελευταίες μέρες του 1828 και λίγο αργότερα γνώρισε αυτοπροσώπως τον Μάντζαρο. Από τη στιγμή εκείνη η μεταξύ τους φιλία υπήρξε συνεχής, ειλικρινής και καθόλα παραγωγική μέχρι το θάνατο του ποιητή το 1857. Στην περίοδο της πρώιμης γνωριμίας τους ανήκει και το έργο που σημάδεψε και τους δύο, δηλαδή η πρώτη, και λαϊκότροπη, μελοποίηση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν, το αρχικό μέρος της οποίας καθιερώθηκε το καλοκαίρι του 1865 ως ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Μάλιστα, το συγκεκριμένο απόσπασμα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1830 εθεωρείτο ο άτυπος ύμνος των Επτανήσων.

Ο Μάντζαρος ως μέλος της κερκυραϊκής ιθύνουσας τάξης έλαβε δημόσιες θέσεις [γραμματέας της Εισαγγελίας του Ιονίου Κράτους (1818-1832) και ιδιαίτερος γραμματέας του Προέδρου της Ιονίου Γερουσίας (1833-1856)]. Από την άλλη, ακριβώς η αριστοκρατική καταγωγή του τον απέτρεψε από το να θεωρήσει τον εαυτό του επαγγελματία συνθέτη και δάσκαλο. Για τον ίδιο λόγο ο Μάντζαρος αυτοχαρακτηριζόταν ακόμη και στα εξώφυλλα των έργων του ως «ερασιτέχνης» (”dilettante”), παρότι οι συνθετικές και παιδαγωγικές δραστηριότητές του είχαν όλα τα ποιοτικά στοιχεία του «επαγγελματισμού» της εποχής. Σε αντιστοιχία με τα παραπάνω βρίσκεται και η απόφαση του μουσουργού να μην αποδεχτεί ποτέ κάποια χρηματική ανταμοιβή για τη μουσική προσφορά του.

Ωστόσο, η μουσική αποτελούσε πάντοτε την άμεση προτεραιότητα του Μάντζαρου. Ήδη στα 1830 ήταν γνωστός και εκτός των Ιονίων ως σημαντικός δάσκαλος αντίστιξης, ενώ του προτάθηκε η ανάληψη της διεύθυνσης των Κονσερβατορίων της Νάπολης (1835) και του Μιλάνου (1838). Παρέμεινε, όμως, στη γενέτειρά του διδάσκοντας αφιλοκερδώς, γαλουχώντας ολόκληρη σειρά συνθετών της Επτανήσου (ενδεικτικά, Αντώνιος και Ιωσήφ Λιβεράλης, Σπυρίδων Ξύνδας, Δομένικος Παδοβάς, Διονύσιος Ροδοθεάτος) και στηρίζοντας ηθικά, οργανωτικά και πρακτικά τις δραστηριότητες της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας (επίσημη ίδρυση: 1840), της οποίας υπήρξε ισόβιος καλλιτεχνικός διευθυντής από το 1841.

Από τα 1830, όμως, παρατηρείται και μια σαφής διαφοροποίηση στους μουσικοαισθητικούς προσανατολισμούς του Μάντζαρου προς μία τρόπον τινά «νεοκλασική» και λιτή τεχνοτροπία, στην οποία η φούγκα έπαιζε κεντρικό ρόλο, γεγονός που σήμερα αποτελεί κλειδί για την κατανόηση του ώριμου έργου του μουσουργού (αλλά ως έναν βαθμό και του Σολωμού).

Τα ακροάματα της αποψινής συναυλίας ανήκουν στην πλειονότητά τους ακριβώς στην πρώιμη, και ελάχιστα γνωστή, δημιουργική περίοδο του Μάντζαρου. Από το χώρο της φωνητικής μουσικής θα ακουστούν δύο αποσπάσματα από την μονόπρακτη “azione comica” Don Crepuscolo και η εκφραστικότατη άρια Come augellin che canta (αμφότερα έργα του έτους 1815, σηματοδοτώντας και την πρώτη δημόσια εμφάνιση του εικοσάχρονου “dilettante” συνθέτη), καθώς και η σύντομη σκηνική καντάτα L’aurora του έτους 1818 (άπαντα ευρισκόμενα σήμερα στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη και τα περισσότερα από αυτά δισκογραφημένα μόλις το 2005 από την ορχήστρα του Ιονίου Πανεπιστημίου υπό τον Μίλτο Λογιάδη).

Οι παραπάνω συνθέσεις ήταν προορισμένες για τις ανάγκες του κερκυραϊκού θεάτρου San Giacomo και προσφέρουν γλαφυρή εικόνα των δυνατοτήτων των τραγουδιστών και της ορχήστρας του, καθώς και των προτιμήσεων του κοινού. Άλλωστε, με αντίστοιχες συνθέσεις έκαναν τα αρχικά βήματά τους και οι σχεδόν συνομήλικοι του Μάντζαρου, Gioacchino Rossini (του οποίου έργα θα πρωτοπαρουσιάζονταν στην Κέρκυρα το 1818) και Gaetano Donizetti (όπερες του οποίου θα παριστάνονταν στην κερκυραϊκή σκηνή από τη δεκαετία του 1830).

Οι οφειλές του Μάντζαρου στα ακούσματα της όπερας του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα είναι εύλογες, όχι μόνο γιατί ο μουσουργός γαλουχήθηκε μέσα σε αυτά ή γιατί οι δάσκαλοί του στην Κέρκυρα ήταν σχεδόν όλοι τους και μουσικοί του θεάτρου San Giacomo, αλλά κυρίως επειδή η μουσική συνθετών, όπως του Cimarosa, του Paer, του Zingarelli ή του Mayr, γνώριζε πανευρωπαϊκή αποδοχή. Πάντως, η άμεση σχέση των δασκάλων του Μάντζαρου με την τοπική οπερατική ζωή αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης των πρώιμων συνθετικών επιλογών του. Όντες όλοι τους κοινωνοί της ιταλικής εκπαιδευτικής πρακτικής, δραστηριοποιούμενοι για πολλές δεκαετίες στο χώρο του μουσικού θεάτρου και  όντες και οι ίδιοι παράγοντες της κερκυραϊκής μουσικής πραγματικότητας, ήταν λογικό να επηρεάσουν αναλόγως τον νεαρό συνθέτη.

Στο πλαίσιο αυτό, ο εικοσάχρονος Μάντζαρος φανερώνει στα συγκεκριμένα έργα μια αξιοζήλευτη συνθετική ωριμότητα που έχει πλήρως συναιρέσει δημιουργικά τις κοινώς αποδεκτές πρακτικές με τις επιχώριες ανάγκες και προτεραιότητες. Τα παραπάνω δικαιώνουν και τη διαβεβαίωση του μαθητή του Μάντζαρου, Δομένικου Παδοβά, ο οποίος το 1872 υπογράμμιζε ότι αν ο δάσκαλός του «είχε εγκατασταθεί σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα θα μάς είχε αφήσει αριστουργήματα και στη μουσική για το θέατρο».

Η μονόπρακτη «azione comica» Don Crepuscolo πρωτοερμηνεύτηκε από τον «primo buffo assoluto» του San Giacomo, Andrea Bartoluzzi, και σε αυτή διακωμωδείται η εμμονική αρχαιολατρεία του φερώνυμου πρωταγωνιστή της (συνηθισμένο θέμα τότε αρκετών θεατρικών έργων). Απαιτεί έναν και μόνο τραγουδιστή, ενώ οι υπόλοιποι ρόλοι αποδίδονται με παντομίμα. Βασίζεται εν μέρει στο λιμπρέτο της «farsetta per musica» Le donne bisbetiche, o sia L’ antiquario fanatico του δημοφιλούς και στην Κέρκυρα Marcelo Bernardini. Το έργο παρέμεινε, όπως και όλες οι πρώιμες μαντζαρικές συνθέσεις, ξεχασμένο μέχρι το 1995 (οπότε και ξαναπαρουσιάστηκε συναυλιακά στην Κέρκυρα από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο υπό τη διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή και τον Παντελή Κοντό ως σολίστα). Βρήκε δέ θέση στη δισκογραφία το 2011 από τον Γιώργο Πέτρου και τον Χριστόφορο Σταμπόγλη.

Σε ό,τι αφορά την αισθαντική άρια Come augellin che canta, η αναφορά του ονόματος του Tirsi (Θύρσης) στους στίχους της αποτελεί και μια έμμεση σύνδεση με το πνεύμα του αρκαδισμού του 18ου αιώνα. Η σκηνική καντάτα L’ aurora (1818) στιχουργικά είναι δημιούργημα του Pietro Metastasio (συμπεριλαμβάνεται στη σειρά των «cantate ed ariette» του) και αποτελεί ένδειξη της διάδοσης του Ιταλού λογοτέχνη και στην Κέρκυρα της εποχής. Άλλωστε, ο Metastasio ήταν ο πλέον μελοποιημένος ποιητής του αιώνα του Διαφωτισμού, γεγονός που δεν πρέπει να είναι άσχετο με την παρουσίασή της από την σύζυγο του Γάλλου μουσικού Pierre Combeau du Part (αμφότεροι βρέθηκαν στην Κέρκυρα το καλοκαίρι του 1818). Την εν λόγω καντάτα ο συνθέτης αφιέρωσε περί το 1822 στον πατέρα του, Ιάκωβο.

Ο Μάντζαρος συνέθεσε και σειρά πιανιστικών εισαγωγών δημιουργώντας έτσι το παλαιότερο corpus πιανιστικής μουσικής δια χειρός Έλληνα συνθέτη. Ακολουθεί σε αυτές το πρότυπο των οπερατικών εισαγωγών της εποχής και δεκαοκτώ τέτοιες συνθέσεις σώζονται σε ιδιόγραφο του μουσουργού που απόκειται στο Μοτσενίγειο Αρχείο (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος). Δύο από τις εισαγωγές αυτές τυπώθηκαν το 1823 στο Μιλάνο, και μάλιστα η τιτλοφορούμενη Grande Sinfonia Militare είναι αφιερωμένη στην Κερκυραία σύζυγο του Βρετανού Αρμοστή των Ιονίων Νήσων Frederick Adam, την Αδαμαντίνη Παλατιανού.

Η τελευταία από τις εισαγωγές του χειρογράφου του Μοτσενίγειου Αρχείου ήταν και η πρώτη που τυπώθηκε μετά θάνατον (Φλωρεντία, 1884) λαμβάνοντας εκ των υστέρων τον τίτλο «Εισαγωγή αρ. 1 “γένους ανατολικού”», πιθανότατα μετά από απαίτηση του εκδότη της, ο οποίος οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή εξαιτίας του ρυθμικομελωδικού περιεχόμενου και των επιχειρηματικών προτεραιοτήτων του.

Παρότι όλες οι Εισαγωγές του Μάντζαρου προσφέρονται προς ενορχήστρωση για διάφορα είδη συνόλων, η μόνη πλήρως ενορχηστρωμένη από τον ίδιο είναι εκείνη της σκηνικής (και με έμμεσες ομηρικές αναφορές) καντάτας Ulisse e Nausicaa agli Elisi (1820), γεγονός που την καθιστά το παλαιότερο γνωστό έργο για συμφωνική ορχήστρα γραμμένο από Έλληνα συνθέτη. Παράλληλα, η διάδοση τής συγκεκριμένης εισαγωγής υπογραμμίζεται και από την πιανιστική εκδοχή που τυπώθηκε στο Μιλάνο επίσης το 1823. Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω εισαγωγή έδωσε και το έναυσμα για τις ενορχηστρωτικές αποδόσεις άλλων ορχηστρικων έργων που ακούγονται στη μορφή αυτή για πρώτη φορά κατά την αποψινή συναυλία.

Τέλος, με τη μελωδικότατη Romanza για τρομπέτα ο Μάντζαρος εξερευνά τις δυνατότητες του οργάνου, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή του μηχανισμού των βαλβίδων. Και πάλι η συγκυρία φαίνεται να έπαιξε ρόλο για τη δημιουργία αυτής της σύντομης σύνθεσης: Καίτοι σήμερα είναι γνωστό ότι επαγγελματίες τρομπετίστες είχαν ενεργή παρουσία στην Κέρκυρα ήδη από τον 15ο αιώνα, φαίνεται ότι η μαντζαρική σύνθεση συνδέεται με την παρουσία στο νησί κατά τη δεκαετία του 1840 του Σικελού βιρτουόζου τρομπετίστα και στρατιωτικού αρχιμουσικού Gaetano De Angelis (1813-1874), ο οποίος διεύρυνε τις μουσικοθεωρητικές γνώσεις του στο πλευρό του Μάντζαρου. Σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο έργο αποτελεί το παλαιότερο έργο Έλληνα συνθέτη για τρομπέτα, προσθέτοντας ακόμη μια πρωτιά στη συνθετική δραστηριότητα του Κερκυραίου μουσουργού.» – Κώστας Καρδάμης

ΤΖΟΝ ΑΝΤΑΜΣ (γεν. 1947)
The Chairman dances (Ο Πρόεδρος χορεύει)

Η ιστορική επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα του Μάο Τσετούνγκ το 1972 αποτέλεσε μία σημαίνουσα διπλωματική κίνηση ύψιστης γεωπολιτικής σημασίας. Λίγα χρόνια αργότερα (1983), ο Αμερικανός σκηνοθέτης Πίτερ Σέλαρς πρότεινε στον συμπατριώτη σου συνθέτη Τζον Άνταμς να συνθέσει μία όπερα με θέμα την επίσκεψη αυτή. Έτσι γεννήθηκε η όπερα «Ο Νίξον στην Κίνα» σε λιμπρέτο της Άλις Γκούντμαν, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα του Χιούστον το 1987 σε σκηνοθεσία του Πίτερ Σέλαρς, ενώ έκτοτε έχει παρουσιαστεί με επιτυχία σε πολλά λυρικά θέατρα ανά τον κόσμο.

Το 1985, ενώ ακόμα η γένεση της όπερας δεν είχε ολοκληρωθεί, ο Άνταμς βρέθηκε υποχρεωμένος να ανταποκριθεί σε μία παραγγελία για ένα συμφωνικό έργο από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Μιλγουόκι. Την ίδια στιγμή είχε φτάσει στα χέρια του το λιμπρέτο της Γ’ Πράξης της όπερας και ανυπομονούσε να ασχοληθεί με αυτό. Κάπως έτσι, συνέθεσε το συμφωνικό έργο The Chairman dances (Ο Πρόεδρος χορεύει), όχι ως «απόσπασμα» ή «φαντασία» πάνω σε θέματα της όπερας, αλλά σαν ένα είδος «ζεστάματος» (όπως ο ίδιος δήλωσε) πριν καταπιαστεί με το επίπονο συνθετικό έργο της όπερας.

Το μινιμαλιστικό συμφωνικό έργο γεννήθηκε ως ένα φοξ τροτ για τον Πρόεδρο Μάο και τη γυναίκα του Τσιανγκ Τσινγκ (ή αλλιώς Μαντάμ Μάο), οικοδομημένο πάνω σε ένα χαρακτηριστικό και επίμονο μοτίβο που εισάγουν τα φαγκότα με την έναρξή του. (Όπως ήταν αναμενόμενο, μερικά από τα αισθαντικά θέματα που παρουσιάζονται χρησιμοποιήθηκαν έπειτα και στη Γ’ Πράξη της όπερας.)

Το έργο ακολουθεί το ακόλουθο «σενάριο»: «Η Τσιανγκ Τσινγκ κάνει τη θεαματική της είσοδο στην προεδρική δεξίωση. Αρχικά τη βλέπει κανείς να στέκεται ανάμεσα στους σερβιτότους. Μετά από μερικά λεπτά, βγάζει από ένα κουτί χάρτινα φανάρια και τα κρεμάει σε διάφορα σημεία της αίθουσας, ενώ βγάζει το παλτό της για να μείνει μόνο με ένα εφαρμοστό φόρεμα με ένα σκίσιμο στον μηρό. Κάνει νόημα στην ορχήστρα να παίξει και ξεκινά να χορεύει μόνη της. Ο Μάο ενθουσιάζεται. Κατεβαίνει από το πορτρέτο του στον τοίχο και ξεκινούν να χορεύουν μαζί ένα φοξ τροτ. Νοητά μεταφέρονται στην πόλη Γιανάν χορεύοντας υπό τους ήχους του γραμμόφωνου…»

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022 | 20:30

Εισιτήρια: megaron.gr

post a comment

Skip to content