Top
Λαϊκή, μια βόλτα στην κοινωνία

Κατακόκκινα ντοματάκια κι ας μην είναι η εποχή τους, αν-ώριμα λεμόνια με ακόμη πιο ξινό από το αναμενόμενο περιεχόμενο, καλαμπόκια γαλακτερά, σκέτη γλύκα.
Φωνές δυνατές, εκκωφαντικές και ταμπελάκια με τιμές που αλλάζουν ανά ώρα.
Κόσμος συγκρούεται σε ένα άτυπο «πήγαινε-έλα». Δεξιά ανεβαίνετε, αριστερά κατεβαίνετε και τροχονόμος τα ογκώδη καρότσια που τραβάνε γραμμή στο όριο.
Εάν το παραβείς, θα βρεις στη λασπωμένη, βαριά ρόδα τους. Θα επανέλθεις ή θα το υπερπηδήσεις επαναστατικά πηγαίνοντας παράνομα στον άτυπο κανόνα;

Οι φωνές δυναμώνουν όσο ο ήλιος οδεύει στην κάθετη θέση του. Οι λαϊκές είναι μικρογραφίες μιας κοινωνίας που μοσχοπουλάει τα σάπια αποθέματα στην αρχή της ημέρας για να νιώσει την ηδονή του να παίζει με τη διάνοιά σου και ξεπουλάει την καλή πραμάτεια στο τέλος της ημέρας για να μην της μείνει αμανάτι για την επόμενη.
Τόσα δίνω- πόσα θες;
Εκεί που τα φρέσκα ψάρια στέκονται δίπλα στον πάγκο με τα γασεμιά, πεπεισμένα πως θα τα κερδίσουν σε ευωδιά κι όμως νικάνε τα πρώτα.

Είναι μαγικό πώς μια βόλτα στη λαϊκή κάνει τον άνθρωπο να θυμηθεί το άφιλτρο που κρύβει, εάν το κρύβει. Να ζητήσει σκόντο για μισό κιλό παραπάνω κρεμμύδια, να πάρει στα κλεφτά το 50λεπτο που έπεσε από τον προηγούμενο και χώθηκε κάτω από τα μήλα, να ειρωνευτεί τον άνθρωπο που του πουλάει την τροφή του, να παρεξηγηθεί που δεν απάντησες στην φωναχτή του «καλημέρα», να σε κεράσει φραουλίτσα διαλεχτή εάν είσαι απλά ευγενικός μαζί του, να σε κοροϊδέψει στο ζύγι της πειραγμένης ζυγαριάς.

«Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι» και η ώρα 7.30 το πρωί, με την τσίκνα από το σουβλάκι που ψήνεται για τις πρωινές λιγούρες.
«Δεν γράφονται τέτοια τραγούδια πια. Τώρα οι νέοι χορεύουν μόνο τα ινδιάνικα.»
Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο αφορισμός, η μονοδιάστατη σκέψη, τα στενά όρια βρίσκουν πρόσωπο, φωνή και πάγκο στη λαϊκή.

Λίγο πιο κάτω σε περιμένει μια χαλασμένη ζυγαριά.
Λίγο πιο κάτω σε περιμένει μια υπερπροσφορά με ανάμικτα φρέσκα και σάπια πορτοκάλια σε προνομιακή τιμή 1+1 κιλό δώρο.
Λίγο πιο κάτω σε περιμένει ένας προμηθευτής που τόσο σου θυμίζει τον παππού σου και σε συγκινεί.
Λίγο πιο κάτω δε σε περιμένει τίποτα.

Πήρες όσα χρειαζόσουν ή πρέπει να ξανακάνεις τον δρόμο προς τα πίσω και πάλι;
Πόσο σου κόστισε αυτή η βόλτα, τελικά;

Ίσως μόνο, κάτι «ψιλά»…

All rights reserved 2021. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση όλου του κειμένου ή τμήματος αυτού καθώς και η αναπαραγωγή των φωτογραφιών χωρίς αναφορά στην πηγή και το συντάκτη/φωτογράφο.

"Εξέδωσα" την πρώτη μου ποιητική συλλογή στα 6 μου και από τότε αποφάσισα πως το να γράφω είναι ο μόνος τρόπος να παίρνω πραγματικές ανάσες. Αυτές που ξεκινάνε από το βάθος του διαφράγματος και καθώς ανεβαίνουν προς το στήθος μου υπενθυμίζουν πως μπορώ να είμαι όλα όσα θέλω, όσο διαφορετικά κι αν είναι μεταξύ τους. Σε αυτές λοιπόν υποσχέθηκα πως, σε χαρτί ή πληκτρολόγιο, από τα χέρια μου θα γράφεται μόνο ό, τι ``στάζει`` τη δική μου αλήθεια.

post a comment

Skip to content